αδήλωτος

αδήλωτος
η , ο [ος , ον ]
1) незаявленный, необъявленный (о товарах, багаже, стоимости); 2) незарегистрированный, не записанный в метрическую книгу; не имеющий метрики;

τό παιδί είναι αδήλωτο — у мальчика нет метрики


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδήλωτος" в других словарях:

  • αδήλωτος — η, ο 1. εκείνος για τον οποίο δεν έγινε δήλωση: Βρέθηκαν στις βαλίτσες του πράγματα αδήλωτα. 2. ως ουσ. το αρσ., αδήλωτος ο πολίτης που δεν είναι γραμμένος στα μητρώα δήμου ή κοινότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»